κανόνας

κανόνας
(Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες μαθηματικοί –ακολουθώντας την πλατωνική αντίληψη– θωρούσαν ως τα μόνα επιτρεπτά στη γεωμετρία. Όταν λέγεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες γεωμέτρες δεν πέτυχαν να λύσουν τα περίφημα τρία προβλήματα (τον τετραγωνισμό του κύκλου, την τριχοτόμηση της γωνίας και το δήλιο πρόβλημα διπλασιασμού του κύβου), εννοείται ότι δεν τα έλυσαν χρησιμοποιώντας μόνο τον κ. και τον διαβήτη (σήμερα είναι γνωστό ότι τα προβλήματα αυτά δεν είναι επιλύσιμα μόνο με τον κ. και τον διαβήτη).
* * *
ο (AM κανών)
1. όργανο με το οποίο ελέγχεται η ευθυγραμμία μιας επιφάνειας ή γραμμής και το οποίο χρησιμοποιείται για χάραξη ευθειών, χάρακας, ρίγα
2. καθετί που χρησιμεύει ως πρότυπο, ως υπόδειγμα, ως κριτήριο ως μέτρο άλλων πραγμάτων, ενεργειών, καταστάσεων («κανόνα πίστεως... ἀνέδειξέ σε... ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια», Μηναία)
3. γενικός νόμος, αρχή που πρέπει να τηρείται στις επιμέρους περιπτώσεις («γραμματικοί κανόνες»)
4. κάνονας
5. φρ. εκκλ. α) «κανών Αγίας Γραφής» — το σύνολο όλων τών ιερών βιβλίων που περιέχονται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη
β) «ιεροί κανόνες» — οι νόμοι που έχουν θεσπιστεί από την Εκκλησία και από τους οποίους διέπεται αυτή, σε αντιδιαστολή με τους νόμους που έχουν θεσπιστεί από την πολιτεία
γ) «κανόνες αποστολικοί» — ψευδεπίγραφη συλλογή ογδόντα πέντε εκκλησιαστικών νόμων
δ) «κανών πίστεως» — οι κεφαλαιώδεις διδασκαλίες τής χριστιανικής θρησκείας
νεοελλ.
1. μουσ. σύνθεση τής οποίας το μέλος επαναλαμβάνεται περιοδικά από κάθε φωνή
2. φρ. α) (οικον.) i) «κανόνας νομισματικός» — η καθορισμένη βάση τού νομισματικού συστήματος μιας χώρας
ii) «χρυσός κανόνας» — νομισματικό σύστημα κατά το οποίο κάθε νόμισμα που κυκλοφορεί είναι ίσο κατ' αξία προς ορισμένο βάρος χρυσού
β) «κατά κανόνα»
i) κατ' αρχήν
ii) συνήθως, κυρίως
γ) «έκανε τον κανόνα του» — βασανίστηκε, ταλαιπωρήθηκε
3. παροιμ. «δεν υπάρχει κανόνας χωρίς εξαίρεση» — τίποτε δεν ισχύει απόλυτα
νεοελλ.-μσν.
σύστημα τροπαρίων που περιλαμβάνει εννέα ωδές
μσν.
1. ύμνος, ψαλμός
2. υπόδειγμα ορθότητας
3. (για μονές) το τυπικό
4. εκκλ. α) ειδικές ρυθμιστικές διατάξεις
β) ακολουθία
γ) ο ιερατικός κατάλογος
5. φρ. α) «κανὼν ὁ ἑωθινός» — η ακολουθία τού όρθρου
β) «ὁ ἐπὶ τοῡ κανόνος» — ο χοράρχης, ο επικεφαλής τού χορού τών ψαλτών
γ) «μάστορος τοῡ κανόνος» — μοναχός ηγούμενος
μσν.-αρχ.
καθορισμός τού φορολογικού ποσοστού, φορολογία, φόρος
αρχ.
1. κάθε ευθεία ράβδος που χρησιμεύει στο να τηρείται κάτι σε ευθεία γραμμή
2. (ειδ.) καθεμιά από τις δύο ξύλινες ράβδους που εκτείνονταν εγκάρσια κατά το κοίλο τής ασπίδας και διά μέσου τών οποίων περνούσε ο πήχυς τού χεριού τού πολεμιστή
3. τμήμα τού υφαντικού ιστού, πιθ. το ένα από τα δύο αντιά τού αργαλειού, γύρω από τα οποία τυλιγόταν το ύφασμα
4. αρχιτ. α) γνώμονας με τον οποίο οι οικοδόμοι έλεγχαν την ευθυγραμμία τών επιφανειών, είδος στάθμης
β) (στον δωρ. ρυθμό) κάθε μικρός πήχυς που βρίσκεται κάτω από κάθε τρίγλυφο και φέρει έξι αποφύσεις, τις σταγόνες
5. η φάλαγγα τού ζυγού
6. ράβδος αυλαίας ή παραπετάσματος, κουρτίνας
7. ράβδος κλουβιού
8. μουσ. α) το διάξυλο τής κιθάρας
β) το μονόχορδο
9. (για τέχνη ή φιλολ.) τέλειο υπόδειγμα, πρότυπο («κανὼν τοῡ Πολυκλείτου»)
10. στον πληθ. οἱ κανόνες
α) αστρον. πίνακες χρονολογιών
β) (στους Αλεξανδρινούς γραμμ.) συλλογές κειμένων τών αρχαίων κλασικών ως υποδειγμάτων δόκιμης συγγραφής
γ) εκκλ. τα αναγνωρισμένα ως θεόπνευστα βιβλία τών Γραφών, αλλ. κανονικά βιβλία
11. σύστημα χρονολογιών
12. αστρολογικός πίνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + κατάλ. -ών, πρβλ. χειμ-ών, χιτ-ών (με απλοποίηση τού διπλού -νν-). Η αρχική σημ. ήταν «καλάμινη ράβδος». Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει κάθε είδους ράβδους και εξαρτήματα τεκτονικών κατασκευών και στη συνέχεια όργανα μετρήσεως και χαράξεως ευθειών. Από τη χρήση αυτή προέκυψε και η μεταφορική της σημασία «πρότυπο, νόμος». Τέλος επειδή η παράβαση ορισμένων εκκλησιαστικών κανόνων συνεπαγόταν επιτίμιο, η λ. κανόνας πήρε και τη σημασία «επιτίμιο».
ΠΑΡ. κανόνι(ον) (II), κανονίζω, κανονικός
αρχ.
κανονάριον, κανονίας, κανονίς
αρχ.-μσν.
κανονωτός.
ΣΥΝΘ. κανονάρχης, κανονογραφία
αρχ.
κανονοποιία μσν.-νεοελλ. κανοναρχώ
νεοελλ.
κανοναρχίζω, κανονάρχισμα, κανονογράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάνονας — κάνονας, ο και κανόνας, ο εκκλησιαστική ποινή που επιβάλλεται σ αυτόν που αμάρτησε: Έκανε τον κάνονά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνονας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — ο 1. χάρακας: Πρέπει να χρησιμοποιείτε τον κανόνα για τις ευθείες γραμμές. 2. κριτήριο ή μέτρο πραγμάτων ή πράξεων: Ο Χριστός μας έδωσε κανόνα ζωής. 3. γενική αρχή, νόμος: Για την παραγωγή της πρότασης αυτής εφαρμόζονται τρεις γραμματικοί κανόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανόνας — κανών straight rod masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκλόγκερ, κανόνας του- — Κανόνας της οικολογίας, σύμφωνα με τον οποίο τα ζώα που έχουν συνηθίσει να ζουν σε υγρά περιβάλλοντα χαρακτηρίζονται από πιο έντονα χρώματα σε σχέση με άλλα που ανήκουν στο ίδιο είδος, αλλά ζουν σε πιο ξηρό περιβάλλον. Ο κανόνας αυτός… …   Dictionary of Greek

  • λογαριθμικός κανόνας — Όργανο που βασίζεται στις ιδιότητες των λογαρίθμων, με το οποίο εκτελούνται γρήγορα υπολογισμοί, με ικανοποιητική ακρίβεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι υπολογισμοί εκτελούνται με τη βοήθεια διαφόρων λογαριθμικών κλιμάκων, με τις οποίες είναι …   Dictionary of Greek

  • δεξιού χεριού, κανόνας — Μνημονικός κανόνας για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης του επαγωγικού ρεύματος σε έναν αγωγό που κινείται σε μαγνητικό πεδίο. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τοποθετούμε τον αντίχειρα, τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού κατά τέτοιο… …   Dictionary of Greek

  • Μπέργκμαν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τα ομοιόθερμα ζώα των βορειότερων, άρα και πιο ψυχρών περιοχών είναι γενικά πιο μεγαλόσωμα από τα ζώα του ίδιου είδους… …   Dictionary of Greek

  • Άλεν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους ορισμένων σωματικών τμημάτων των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος όπουν ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, μία από τις προσαρμοστικές μεταβολές τις οποίες υφίστανται τα ομοιόθερμα ζώα που ζουν σε… …   Dictionary of Greek

  • Παρακλητικός κανόνας — Θρηνητικοί ύμνοι γραμμένοι στη συνηθισμένη μορφή των υμνογραφικών κανόνων. Συνοδεύονται από καθίσματα, από στίχους και άλλα τροπάρια, με τα οποία αποτελούν μικρή παρακλητική ακολουθία που ψάλλεται στους ναούς ή στα σπίτια. Με αυτά επιδιώκεται η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”